- υπερπλημμυρίζω
- Ν [πλημμυρίζω](αμτβ.) (για γεωργικά ή βιομηχανικά προϊόντα) υπάρχω και κυκλοφορώ σε μεγάλη αφθονία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακλυδωνίζω — (Μ) υπερπλημμυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κλυδωνίζω «στριφογυρίζω, πλημμυρίζω» (< κλύδων)] … Dictionary of Greek